-
1 κατ-αισιμόω
κατ-αισιμόω, verbrauchen (vgl. ἀναισιμόω); πῶμα κατῃσίμωκα, d. i. austrinken, Epinic. bei Ath. X, 432 c; κατῃσίμωται πάντα Eubul. ib. XIV, 622 e.
-
2 καταισιμόω
κατ-αισιμόω, verbrauchen; πῶμα κατῃσίμωκα, d. i. austrinken
1 κατ-αισιμόω
κατ-αισιμόω, verbrauchen (vgl. ἀναισιμόω); πῶμα κατῃσίμωκα, d. i. austrinken, Epinic. bei Ath. X, 432 c; κατῃσίμωται πάντα Eubul. ib. XIV, 622 e.
2 καταισιμόω